- βλᾶκα
- βλάξstolidmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάκα — βλάξ stolid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβλακώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, κάνω κάποιον βλάκα ή περισσότερο από ό,τι ήταν βλάκα, απομωραίνω: Ήταν κουτός, τα ναρκωτικά όμως τον αποβλάκωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
ακεσίας — (3ος αι. π.Χ.). Γιατρός που τον θεωρούσαν βλάκα και αδέξιο. Η φράση του Αριστοφάνη του Βυζάντιου «Ακεσίας ιάσατο» έγινε παροιμιώδης, για αρρώστους που είχαν την ατυχία να πέσουν σε χέρια κακού γιατρού. * * * ἀκεσίας, ο (Μ) [ἄκεσις] ο γιατρός … Dictionary of Greek
αποβλακώνω — 1. κάνω κάποιον βλάκα 2. (μέσ., ομαι) καταντώ βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βλαξ, βλακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Λέριο] … Dictionary of Greek
βλακώδης — ες (AM βλακώδης, ες) αυτός που ταιριάζει σε βλάκα … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek